μπουμπούκιασμα

μπουμπούκιασμα
το [μπουμπουκιάζω]
1. το ξεπέταγμα τών μπουμπουκιών, η έναρξη τής ανθοφορίας
2. μτφ. η ηλικία τής ήβης, η νεότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”